- φάρση
- φάρσοςany piece cut offneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)φάρσοςany piece cut offneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανειλικρίνεια — η έλλειψη ειλικρίνειας, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειλικρίνεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Φαρσή] … Dictionary of Greek
επισημοποιώ — 1. καθιστώ κάτι επίσημο, δίνω επίσημο χαρακτήρα («ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους», Καρκαβίτσας) 2. επισφραγίζω, επιβεβαιώνω επίσημα («επισημοποίησε τον αρραβώνα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίσημος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek